- πρόστυμμα
- το, ΝΑ [προστύφω]ουσία η οποία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται στις ίνες ενός υφάσματος και να στερεώνει την βαφική ύλη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρόστυμμα — mordant neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστύφω — ΝΑ προετοιμάζω ύφασμα για βαφή εμποτίζοντάς το με πρόστυμμα αρχ. συμπυκνώνω προηγουμένως («προστύφειν τὰ ἀρώματα», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στύφω «συμπυκνώνω, βυθίζω σε βαφική ουσία»] … Dictionary of Greek
τρυγικός — ή, ό / τρυγικός, ή, όν, ΝΜΑ νεοελλ. 1. αυτός που έχει φτειαχτεί από τρυγία 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τρυγία ή αυτός που περιέχει την παραπάνω ουσία 3. φρ. α) «τρυγικό οξύ» χημ. άκυκλη οργανική ένωση, κορεσμένο δικαρβονικό υδροξύ,… … Dictionary of Greek